- ἐπιγάνυμαι
- ἐπιγάνῠμαι [pron. full] [ᾰ],A exult in,
τινί Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιγάνυμαι — ἐπιγάνυμαι (Α) λάμπω από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γάνυμαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek
επιγαννύσκομαι — ἐπιγαννύσκομαι (Μ) επιγάνυμαι … Dictionary of Greek
προσεπιγάνυμαι — Μ χαίρομαι, αγάλλομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιγάνυμαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek